- σύνδουλος
- ὁ σύν|δουλος ['со-раб'] сотоварищ в рабстве; соработник
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
σύνδουλος — fellow slave masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδουλος — ὁ, ἡ, και τ. θηλ. συνδούλη, ΜΑ [δοῡλος] μτφ. σύντροφος, ιδίως στην υπηρεσία τού Χριστού («ἀπὸ Ἐπαφρᾱ τοῡ ἀγαπητοῡ συνδούλου ἡμῶν», ΚΔ) αρχ. αυτός που υπηρετεί ως δούλος τού ίδιου δεσπότη, αφέντη μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek
συνδούλη — σύνδουλος fellow slave fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδούλην — σύνδουλος fellow slave fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδούλης — σύνδουλος fellow slave fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδούλοις — σύνδουλος fellow slave masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδούλου — σύνδουλος fellow slave masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδούλους — σύνδουλος fellow slave masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδούλων — σύνδουλος fellow slave masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδούλῃ — σύνδουλος fellow slave fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδούλῳ — σύνδουλος fellow slave masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)